βρεφῶν

βρεφῶν
βρέφος
babe in the womb
neut gen pl (attic epic doric)
βρεφόω
form into a foetus
pres part act masc voc sg (doric aeolic)
βρεφόω
form into a foetus
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
βρεφόω
form into a foetus
pres part act masc nom sg
βρεφόω
form into a foetus
pres inf act (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βρέφων — βρεφόω form into a foetus imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) βρεφόω form into a foetus imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρεφοκομία — η [βρεφοκόμος] 1. ανατροφή και περίθαλψη βρεφών 2. η επιστήμη που ασχολείται με την περίθαλψη και την ανατροφή των βρεφών …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… …   Dictionary of Greek

  • SYRICTAE — gentes inter Nomadas et Indos, narium locô foramina tantum habentes, anguium modo loripedes. Plin. ex Megasthene l. 7. c. 2. Ubi Slamas. legendum censet Syrtas; quia nempe traherent pedes, ἀπὸ τοῦ σύρειν. Sed rectes sese habet vulgat lectio. Quâ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Μολώχ — Ονομα που λαθεμένα θεωρείται ότι υποδηλώνει μια θεότητα, ενώ προέρχεται από τη φοινικική λέξη μολκ, η οποία σήμαινε τις ανθρωποθυσίες, τις οποίες πρόσφεραν οι Καρχηδόνιοι στον θεό Βάαλ Αμών και στη θεά Τάνιτ, υπέρτατο ζευγάρι των θεοτήτων της… …   Dictionary of Greek

  • βρεφοζυγός — ο ζυγαριά για ζύγιση βρεφών …   Dictionary of Greek

  • βρεφοκομείο — το φιλανθρωπικό ίδρυμα για περίθαλψη βρεφών. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρεφοκόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον Σκαρλάτο Βυζάντιο] …   Dictionary of Greek

  • βρεφοκτονία — Η θανάτωση βρέφους από τη μητέρα του κατά τη διάρκεια του τοκετού ή μετά τον τοκετό, αλλά μόνο μέσα στο διάστημα που υπάρχει η διατάραξη του οργανισμού που προκλήθηκε από αυτόν. Τιμωρείται από τον νόμο με ποινή μικρότερη από τη συνήθη. Λέγεται… …   Dictionary of Greek

  • βρεφοκτόνος — ο, η (AM βρεφοκτόνος, ον) ο φονιάς βρέφους ή βρεφών. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρέφος + κτόνος < κτείνω (πρβλ. ανδροκτόνος, μητροκτόνος κ. ά)] …   Dictionary of Greek

  • βρεφοκόμος — ο, η (Μ βρεφοκόμος) ειδικός στην περιποίηση βρεφών. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρέφος + κόμος < κομώ «φροντίζω» (πρβλ. ανθοκόμος, νοσοκόμος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”